λίγδωμα

λίγδωμα
το, -ατος
το λέρωμα με λιπαρές ουσίες: Το λίγδωμα του μαλλιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λίγδωμα — το [λιγδώνω] το αποτέλεσμα τού λιγδώνω, λέκιασμα, κηλίδωμα …   Dictionary of Greek

  • λίγδιασμα — το [λιγδιάζω] λίγδωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”