- λίγδωμα
- το, -ατοςτο λέρωμα με λιπαρές ουσίες: Το λίγδωμα του μαλλιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.